καπυρωτέρας

καπυρωτέρας
καπυρωτέρᾱς , καπυρός
dried by the air
fem acc comp pl
καπυρωτέρᾱς , καπυρός
dried by the air
fem gen comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καπυρός — καπυρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που έχει ξηρανθεί στον αέρα, στον ήλιο, στη φωτιά ή με κάπνισμα («ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.) 2. αυτός που υπερθερμαίνει και αποξηραίνει το σώμα, αυτός που στεγνώνει το κορμί («ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”